-
1 пропасть
пропасть 1-и θ.1. βάραθρο• άβυσσος• χάσμα•бездонная пропасть απύθμενο χάσμα άβυσσος.
|| γκρεμός, κρημνός•быть на краю -и είμαι στην άκρη (στο χείλος) του γκρεμού.
2. μτφ. αγεφύρωτο χάσμα (το ασυμβίβαστο απόψεων, διαφορών κ.τ.τ.).3. πλήθος μεγάλο• μελίσσι, εσμός• τεράστια ποσότητα.• σωρός•пропасть народа μεγάλη πολυκοσμία, κοσμοπλημμύρα, ανθρωποθάλασσα.• у него пропасть врагов αυτός έχει ένα σωρό εχθρούς•
в комнате была пропасть муссору στο δωμάτιο ήταν σωρός τα σκουπίδια.
4. επιφ. να παρ η οργή! αθεόφοβε! χαμένο κορμί.εκφρ.пропасть и нет – δε θα χαθείς, δε θα σκοτωθείς ή δε θα πέσεις από το γκρεμό.пропасть 2-паду, -падшь, παρλθ. χρ. пропал-ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пропавший ρ. σ.1. χάνομαι, εξαφανίζομαι, γίνομαι άφαντος, εκλείπω•-ло письмо χάθηκε το γράμμα•
у меня -ла собака έχασα το σκυλί•
всё -ло όλα χάθηκαν, το παν χάθηκε.
2. κρύβομαι• δε φαίνομαι ή δεν ακούομαι•-ли горы χάθηκαν τα βουνά•
голоса -ли вдали οι φωνές χάθηκαν(έσβησαν) μακριά.
|| αργώ να επιστρέψω•он ушл и -ал на неделю αυτός έφυγε και χάθηκε για μια βδομάδα•
где ты -ал? που χάθηκες; τι έγινες; που ήσουν;
3. καταστρέφομαι•цветы -ли от мороза τα λουλούδια καταστράφηκαν από τον πάγο.
|| φονεύομαι, σκοτώνομαι, χάνομαι•сын его -ал в войне το παιδί του χάθηκε στον πόλεμο.
4. παραμένω ανώφελος, άκαρπος•-дут мой труды θα πάνε χαμένες οι εργασίες μου (οι κόποι μου).
εκφρ.пропасть даром (попусту) – χάνομαι άδικα.• пиши -ло πες πως χάθηκε.
См. также в других словарях:
σκοτωθείς — σκοτόω darken aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πώς — πῶς ΝΜΑ 1. (στην αρχή ευθείας ερώτησης με τροπική σημασία προκειμένου να δηλώσει απορία, έκπληξη, θαυμασμό, δυσαρέσκεια, αμφιβολία) με ποιον τρόπο; (α. «πώς να συμπληρώσω αυτή την αίτηση;» β. «πώς δεν αρρώστησες ύστερα από τόση ταλαιπωρία!» γ.… … Dictionary of Greek